- Ἠιόν'
- Ἠϊόνα , Ἠϊώνmasc acc sgἨϊόνι , Ἠϊώνmasc dat sgἨϊόνε , Ἠϊώνmasc nom/voc/acc dualἨιόνᾱͅ , Ἠιόνηfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἤιον — ἤϊον , ἀίω 1 perceive imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἤϊον , ἀίω 1 perceive imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) ἤϊον , εἶμι ibo imperf ind act 3rd pl (epic ionic) ἤιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἤιον — Ἤϊον , Ἠϊών masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠιόν' — ἠιόνα , ἠιών shore fem acc sg (attic) ἠιόνι , ἠιών shore fem dat sg (attic) ἠιόνε , ἠιών shore fem nom/voc/acc dual (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαισήιον — λαισήιον, τὸ (Α) είδος μικρής ελαφριάς δερμάτινης ασπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ήιον, που χαρακτηρίζει ονομ. σκευών (πρβλ. χαλκ ήιον), και συνδέεται πιθ. με τη λ. λάσιος*. Κατ άλλους, πρόκειται για δάνεια λ.… … Dictionary of Greek
παρήϊον — τὸ, Α 1. παρειά, μάγουλο 2. (για άλογα) κόσμημα στα πλάγια τού χαλιναριού το οποίο κάλυπτε τις παρειές, παραγναθίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρειά* «μάγουλο» + επίθημα ήϊον (πρβλ. πρυταν ήϊον)] … Dictionary of Greek
πριαπήϊον — το, Α 1. το φυτό σατύριον* 2. το φυτό ίον, ο μενεξές ή βιολέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαπος + κατάλ. ήϊον (αντί ειον), ουδ. τού επιθ. πριάπειος (πρβλ. μνημ ήϊον)] … Dictionary of Greek
χραισμήϊον — τὸ, Α μέσο βοήθειας ή θεραπείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χραίσμη «προστασία, βοήθεια» + κατάλ. ήϊον, ουδ. τής κατάλ. ήϊος (πρβλ. ἱερ ήϊον)] … Dictionary of Greek
НАВИГАЦИЯ — • Navigatio, ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… … Реальный словарь классических древностей
κρείον — κρεῑον, ιων. τ. κρήϊον, τὸ (Α) 1. τραπέζι ή σανίδα πάνω στην οποία κοβόταν και παρασκευαζόταν το κρέας 2. κρέας 3. είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *κρέ ειον (< θ. κρε τού κρέας) με υφαίρεση. Ο τ. κρήϊον, που απαντά στον Ησύχ.,… … Dictionary of Greek
ραπιδήϊον — και ῥαπήϊον τὸ, Α είδος λαχάνου, το λεοντοπέταλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαπίς*, ίδος «είδος λαχάνου» + κατάλ. ήϊον (ουδ. τής κατάλ. ήϊος)] … Dictionary of Greek